- σαξόνιος
- -α, -ο, Ν [Σαξονία]1. σαξονικός2. φρ. «σαξόνια βαθμίδα» ή, απλώς, «το σαξόνιο»γεωλ. υποδιαίρεση τού μέσου περμίου και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά της, υποδιαίρεση η οποία ακολουθεί την ωτούνια βαθμίδα και προηγείται της θουρίγγιας βαθμίδας και χαρακτηρίζεται από ερυθρούς ψαμμίτες με εκτεταμένες εμφανίσεις στη Γερμανία.
Dictionary of Greek. 2013.